γαστήρ

γαστήρ
γαστήρ, , gen. έρος, γαστρός: dat. -έρι, γαστρί (the longer forms in [dialect] Ep., Lyr., and once in Trag., E.Cyc.220): dat. pl.
A

γαστῆρσι Hp. Morb.4.54

,

γαστράσι D.C.54.22

:—paunch, belly, Il.13.372, etc.; γ. ἀσπίδος the hollow of a shield, Tyrt.11.24; belly or wide part of a bottle, Cratin.190.
2 the belly, as craving food,

κέλεται δέ ἑ γ. Od.6.133

;

βόσκειν ἣν γαστέρ' 17.228

; γαστέρι δ' οὔ πως ἔστι νέκυν πενθῆσαι, i. e. by fasting, Il.19.225;

ἐν γαστρὸς ἀνάγκαις A.Ag.726

(lyr.); to express gluttony,

γαστέρες οἶον Hes.Th.26

;

γ. ἀργαί Epimenid.1

;

ἐγκράτεια γαστρὸς καὶ ποτοῦ X.Cyr.1.2.8

, cf. Oec.9.11; γαστρὸς ἐγκρατής master of his belly, Id.Mem.1.2.1; opp. γαστρὸς ἥττων, ib.1.5.1; γαστρὶ δουλεύειν, χαρίζεσθαι, to be the slave of his belly, ib. 1.6.8, 2.1.2; γ. δελεάζεσθαι ib. 2.1.4;

τῇ γ. μετρεῖν τὴν εὐδαιμονίαν D.18.296

; τᾶς γαστρὸς φείδεσθαι, com. of one who has nothing to eat, Theoc. 21.41.
3 paunch stuffed with mincemeat, sausage, haggis, Od.18.44, 118, 20.25, Ar.Nu.409.
II womb,

ὅντινα γαστέρι μήτηρ . . φέροι Il.6.58

; ἐκ γαττρός from the womb, from infancy, Thgn.305; ἐν γαστρὶ ἔχουσα big with child, Hdt.3.32;

ὗν ἔχουσαν ἐν γ. PFlor.130.3

(iii A. D.);

ἐν γ. φέρουσα Pl.Lg.792e

; ἐν γ. λαβεῖν conceive, Arist.HA 632a28, AP11.18 (Nicarch.), LXX Ge.30.41, al.; συλλαμβάνειν v.l. ib. Ge.25.21, cf. Ev.Luc.1.31;

ἐς γ. βάλλεσθαι Hdt.3.28

; κατὰ γαστρὸς ἔχειν Vett. Val. 193.33;

φέρειν Gp. 16.1.3

; also

γυνὴ ἑπτὰ ἤδη γαστέρας δυστοκοῦσα Philostr.VA3.39

. (Perh.for γραστήρ, cf. γράω.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γαστήρ — paunch fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

  • Γαστὴρ οὐκ ἔκει ὦτα. — γαστὴρ οὐκ ἔκει ὦτα. См. У брюха нет уха …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Γαστὴρ οὐκ ἔχει ὦτα. — См. Брюхо глухо: словом не уймешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Παχεῖα γαστήρ λεπτὸν οὐ τίκτει νόον. — См. Сытое брюхо к учению глухо …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • γαστράσι — γαστήρ paunch fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστράσιν — γαστήρ paunch fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστρί — γαστήρ paunch fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστρός — γαστήρ paunch fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστέρα — γαστήρ paunch fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστέρας — γαστήρ paunch fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”